- Πολιούχου
- Πολιού̱χου , Πολιοῦχοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιούχου — πολιού̱χου , πολιοῦχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
LUXURIA — a luxu, quod proprie luxatio, ἐξάρτρωσις, inde intemperantia cupiditatum, cum sc. eae luxae s. solutae sunt, ἀσωτία, ἀκράτεια: circa victum et vestitum inprimis, proprie profusa impensa. Sic in victu, Luxuriosorum principes, ex Graecis quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
βούβαστις — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη θεά της Αιγύπτου, η οποία είχε κεφάλι γάτας και το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Μποομπάστη. Η πόλη ήταν χτισμένη στο δέλτα του Νείλου, με ναό της πολιούχου θεάς, και την 3η χιλιετία π.Χ.… … Dictionary of Greek
δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… … Dictionary of Greek